- χολιώ
- βλ. χολιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χολιώ — άω, Ν χολιάζω («κι ουδέ μανίζει, ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ αρέσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. ιώ (πρβλ. ωχρ ιώ)] … Dictionary of Greek
μελανιάζω — 1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τόν μελάνιασε στο ξύλο») 2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανιώ κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)] … Dictionary of Greek
μηνιάζω — (I) μηνιάζω (Μ) βλ. μηναιάζω. (II) μηνιάζω (Α) μηνιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω] … Dictionary of Greek
χολιάζω — και χολιώ και χολιάω χόλιασα, χολιασμένος 1. χολώνομαι εναντίον κάποιου, θυμώνω, κακιώνω: Χόλιασε μαζί μου και δε μου μιλάει. 2. πικραίνω, εξοργίζω κάποιον: Με χόλιασαν τα λόγια σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)